Το κλαρίνο (ευθύαυλος) είναι πνευστό, σολιστικό όργανο δυτικής προέλευσης. Εμφανίστηκε στην Ελλάδα στα μέσα του 19ου αι. και επικράτησε γρήγορα αντικαθιστώντας τα παλαιότερα φλογέρα, ζουρνά και σουραύλι λόγω των μεγάλων μουσικών του δυνατοτήτων. Οι Έλληνες οργανοπαίκτες εκμεταλλεύτηκαν το δυνατό, λαμπρό του ήχο, εξέλιξαν την τεχνική του παιξίματος του οργάνου και πέρασαν τα «πιασίματα» της φλογέρας και του ζουρνά πετυχαίνοντας να αποδώσουν με ένα δυτικό μουσικό όργανο τα μη συγκερασμένα διαστήματα των παραδοσιακών ελληνικών κλιμάκων.
Το κλαρίνο κατέχει σημαίνουσα θέση στην παραδοσιακή μουσική της Ηπείρου, ενώ με το βιολί, το λαούτο, το ντέφι και το σαντούρι αποτελούν την κομπανία, το κατεξοχήν λαϊκό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας.